ορθεύω

ορθεύω
ὀρθεύω (Α) [ορθός]
ορθώνω («παρῇν τις ἄλλος, ὃς σὸν ὤρθευεν δέμας», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθεύειν — ὀρθεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρθευεν — ὀρθεύω imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθεύω — (Α) [ορθεύω] κρίνω ορθά …   Dictionary of Greek

  • επορθεύω — ἐπορθεύω (Μ) διορθώνω, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθεύω (< ορθός)] …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”